- χυτροπώλιον
- χυτρο-πώλιον, or [suff] χυτρο-εῖον, τό,A Pottery-market, Poll.7.163, Sch.Ar.Av.13: pl., = Lat. ollaria, Agath.2.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χυτροπώλιον — τὸ, Α βλ. χυτροπωλεῑον … Dictionary of Greek
χυτροπωλείον — και χυτροπώλιον, τὸ, Α [χυτροπώλης] το μέρος τής αγοράς όπου πωλούσαν χύτρες … Dictionary of Greek